- παρεκτάσεων
- παρεκτάσεω̆ν , παρέκτασιςstretching outfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηγαλέος — θηγαλέος, α, ον (Α) 1. οξύς, κοφτερός 2. αυτός που ακονίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων αλ αν στο θ. θηγ (πρβλ. λ.χ. θηγ αν η)] … Dictionary of Greek